σιδηρικά

σιδηρικά
τα
βλ. σιδερικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σιδηρικός — ή, ό / σιδηρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σίδηρος] νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιδηρικά τα σιδερικά 2. φρ. α) «σιδηρικό οξύ» χημ. οξυγονούχο οξύ τού εξασθενούς σιδήρου, εξαιρετικά ασταθές, που δεν έχει απομονωθεί β) «σιδηρικά άλατα» χημ. άλατα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”